Πιάνω την πένα μου να γράψω στο χαρτί τα όσα συνέβησαν σήμερα. Γεμίζω τα χέρια μου με μελάνι, αλλά δεν μετανιώνω που την προτιμώ από το πληκτρολόγιο. Ο ήχος της, όταν γρατζουνάει το χαρτί, με αποζημιώνει από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο της καθημερινής καταγραφής των ασημαντοτήτων μου, αυτών που καμιά φορά το ανάστημα γίνεται λίγο μεγαλύτερο όταν αποτυπώνονται πάνω στα χρωματιστά μου τετράδια.
Ραντεβού στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Αυτό που είναι πάντα εκεί. Στέκεται αγέρωχο, παίζοντας το ρόλο του σκηνικού για πολλές από τις πρωινές περιπλανήσεις μου αλλά και τις βραδινές μου εξόδους. Δεν είμαι σίγουρη αν θα πρόσεχα κάποια μικρή μετατόπισή του, ενδεχομένως απλά να κουτουλούσα πάνω του- τα βήματα είναι μάλλον ασυναίσθητα μετρημένα έτσι ώστε τα πράγματα γύρω μου να έχουν τη θέση τους, επιτρέποντας υπό προϋποθέσεις τις κινήσεις μου. Αν κάποιος το πάρει όμως, το σκηνικό μου δεν θα είναι ποτέ πια το ίδιο.
Κοίτα την κάμερα αγοράκι, σε τραβάω!
Κι εγώ σ΄αγαπάω...
Όχι, σε τραβάω είπα...
Α, ναι, τράβα λοιπόν!!
Μα τον αγαπώ κιόλας, τον αγαπώ τρελά. Από τις πρώτες μας συναντήσεις οι μάσκες έπεσαν. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν έμαθα να είμαι ο εαυτός μου μέσα από εκείνον. Εγώ, γυμνή, εκτεθειμένη στο πιο έντονο φως της ημέρας. Χωρίς φόβο, με δέος ενίοτε. Σαν να έπρεπε πάντα να είναι έτσι, σαν να μην αναρωτήθηκε ποτέ κανείς γιατί, πώς, πόσο, για πόσο.. Έτσι απλά και φυσικά σαν την ανάσα μας, αβίαστα..
Τα βιολιά στο κομμάτι που ακουγόταν δημιουργούσαν έντονη την αίσθηση του ανεκπλήρωτου, της προσμονής, της λαχτάρας για κάτι που ήταν στο μεταίχμιο αλλά δεν ερχόταν ακόμα, παρά μόνο όταν θα το αποφάσιζε τελικά το ίδιο. Ξαφνικά η μουσική σταματά και η φωνή του τραγουδιστή, με συνοδεία έναν απόκοσμο ήχο, έρχεται σαν λύτρωση να σε σώσει από την αιωνιότητα..
Είσαι το αριστούργημά μου, είπα, και έκλεισα τα μάτια.
*στιγμή που γεννήθηκε στο μυαλό μου ακούγοντας το masterpiece των Sleepin Pillow